- συντεχνίτης
- συντεχνίτης, ου, ὁ (PAberd 59 III, 3 [IV/V A.D.], and freq. in late pap) one who follows the same trade ἄνδρες συντεχνῖται fellow-craftsman Ac 19:25 D.—DELG s.v. τέχνη.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συντεχνίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν σύντεχνος, ομότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνίτης (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
συντεχνίταις — συντεχνίτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνίτην — συντεχνίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνιτεύω — Α [συντεχνίτης] ασκώ την ίδια τέχνη με άλλον, είμαι συντεχνίτης του … Dictionary of Greek
ομότεχνος — η, ο (Α ὁμότεχνος, ον) αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος αρχ. 1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον συντεχνία, σωματείο… … Dictionary of Greek
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
σύντεχνος — ο θηλ. η και συντεχνίτης, ο θηλ. ισσα αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)